- καρδιοκτυπώ
- -άωβλ. καρδιοχτυπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδιοχτυπώ — και καρδιοκτυπώ, άω 1. έχω καρδιοχτύπια, έχω ταχυπαλμία 2. μτφ. ανησυχώ πολύ, αγωνιώ, φοβάμαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ) καρδιοχτυπημένος, η, ο ερωτευμένος, ερωτοχτυπημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + χτυπῶ (< χτυπῶ < χτύπος), πρβλ. βροντο… … Dictionary of Greek